-
1 ημέτερ'
ἡμέτερα, ἡμέτεροςour: neut nom /voc /acc plἡμέτερε, ἡμέτεροςour: masc voc sgἡμέτεραι, ἡμέτεροςour: fem nom /voc pl -
2 ἡμέτερ'
ἡμέτερα, ἡμέτεροςour: neut nom /voc /acc plἡμέτερε, ἡμέτεροςour: masc voc sgἡμέτεραι, ἡμέτεροςour: fem nom /voc pl -
3 ἡμέτερος
A our, Il.2.374, etc.; εἰς ἡμέτερον (sc. δῶμα) Od.2.55, 17.534; soἡμέτερόνδε 8.39
, 15.513; ἐφ' ἡμέτερ' ib.88, Il.9.619;ἐν ἡμετέρου Hdt.1.35
, 7.8.δ; ἡ ἡ. (sc. χώρα) Th.6.21, etc.; τὸ ἡ. our case, Pl.Ti. 27d;τὸ ἡ. γέλωτ' ἂν πάμπολυν ὄφλοι Id.Lg. 778e
, etc.; τὰ ἡ. φρονεῖν to take our part, X. HG6.3.14, etc.; ἄνδρες ἡ. they are in our power, Pl.R. 556d, cf. X. Cyr.2.3.2; ἡ. κέρδη τῶν σοφῶν,= ἡμῶν τῶν σοφῶν, Ar.Nu. 1202; ἡμέτερον αὐτῶν [οἰκοδόμημα],= ἡμῶν αὐτῶν, Pl.Grg. 514b; representing an objective gen., τὸ ἡ. δέος fear of us, Th.1.77;εἰς τὴν ἡ. διδασκαλίαν Ep.Rom.15.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμέτερος
См. также в других словарях:
ἡμέτερ' — ἡμέτερα , ἡμέτερος our neut nom/voc/acc pl ἡμέτερε , ἡμέτερος our masc voc sg ἡμέτεραι , ἡμέτερος our fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)